μαστορεύω — μαστορεύω, μαστόρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek
μαστόρεμα — το [μαστορεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, επιδιόρθωση, επισκευή, φτιάξιμο 2. μτφ. εξάσκηση, καθοδήγηση, δασκάλεμα … Dictionary of Greek
αμαστόρευτος — η, ο [μαστορεύω] 1. αυτός που φτιάχτηκε δίχως μαστοριά, ο κακότεχνος 2. αυτός που καταστρώθηκε και εκτελέστηκε αδέξια … Dictionary of Greek
μαστοριά — η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα») 2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα,… … Dictionary of Greek
μαστρολογώ — και μαστρολογάω μαστορεύω, κατασκευάζω ή επισκευάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + λογώ*] … Dictionary of Greek
καλοφτιάνω — και καλοφκιάνω και καλοφτιάχνω καλόφτιασα, καλοφτιάχτηκα, καλοφτιαγμένος και καλοφτιασμένος, φτιάχνω κάτι καλά, μαστορεύω: Δε μου το χεις καλοφτιάξει το κοστούμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)